ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΣ ΦΥΣΗΣ ΤΗΝ ΛΕΗΛΑΣΙΑ - ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΓΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2007

ΚΑΠΟΤΕ ΗΞΕΡΑ ΕΝΑ ΠΕΥΚΟ....

… Σαν τα παραμύθια με τους δράκους, μια φωτιά μικρή και πεινασμένη έφαγε στην αρχή ένα δέντρο, ένα χωράφι, ένα δάσος, ένα νομό, δυο νομούς, τρεις… Κι πείνα της θεριό ανήμερο, ποιος να τη δαμάσει;!;!;
Ένας παππούς με μια κλάρα, μια γιαγιά με ένα κουβά, δυο – τρεις πυροσβέστες, ένα ελικόπτερο, σαν πεταλούδες γύρω από το φως να καψαλίζουν τα φτερά τους, να καίνε τις αντοχές και τις ελπίδες τους… Και μες τη νύχτα, μες το δάσος εκατοντάδες καντήλια στο νεκροταφείο των δέντρων να λικνίζουν τις φλόγες τους όλο και πιο ψηλά… Όλες οι αισθήσεις του ανθρώπου στήνουν τραγικό χορό: μυρωδιές από ξύλο και σάρκες καμένες, μάτια κλαμένα από τη λάμψη της φλόγας και τον καπνό, παλάμες ιδρωμένες από φόβο, ήχοι από δέντρα που σκίζονται, κάπου στο βάθος φωνές ζώων και μια γεύση πικρή… Όλοι και όλα χαμένα… Χαμένα και καμένα…
Σαν σε σχολική εκδρομή μαζεύονται οι κάτοικοι στις αλάνες, αλλού λείπουν δυο, αλλού τέσσερις, αλλού ένας. Ένας που έμεινε πίσω, ένας που δεν είχε λόγο να σωθεί αφού δεν είχε σώσει τίποτα… Ένας που η ελπίδα του πως κάποιος θα έρθει να τον σώσει πέθανε τελευταία.
1.000.000 ευρώ, λένε η επικήρυξη για τους εμπρηστές! Πόση είναι η επικήρυξη γι’ αυτούς που μετά τον «εμπρησμό» απουσίαζαν; Πού θα βρούμε δέντρο να κρεμαστεί ο «προδότης», να κρεμαστούν αυτοί που η φωτιά τους έπιασε στον ύπνο κι ακόμα φαίνονται να κοιμούνται;
3.000 ευρώ, λένε το επίδομα για κάθε δάκρυ που κυλάει στα χαρακωμένα, από το χρόνο και τον κόπο, πρόσωπα αυτών που ξόδεψαν 50 – 60 – 70 χρόνια για να στήσουν δέκα τούβλα για τέσσερις τοίχους, που τώρα δεν στηρίζουν καμιά στέγη!
Κάποτε ήξερα ένα πεύκο, σημάδι βαλμένο για να ξέρω πως έφτασα στο χωριό… Κάποτε ήξερα ένα πεύκο που με περίμενε να γυρίσω… Κάποτε ήξερα ένα πεύκο που τώρα δεν ξέρω που να βρω…

Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2007