Όσοι εκφωνούν από παλιά επιταφίους λόγους
πεσόντων ευκλεώς υπέρ πατρίδας
σας φλομώνουν με ωραία λόγια
πάνω απ' τα πτώματα·
το δίχως άλλο φέρνει έμπνευση τρανή η πτωματίλα.
Μα εγώ θα σας τα πω δίχως περιστροφές –
κομμένα πια τα λόγια και τα μπλα μπλα·
από σήμερα μ ο ν ά χ α Ι σ τ ο ρ ί α.
Γιατί τα λόγια είναι μια γαρνιτούρα γύρω από την ντουμπαλίτσα –
ξέρετε δα ποια ντουμπαλίτσα εννοώ·
πια είναι καιρός να περάσουμε στο ψητό.
Θ' αρχίσω απ' τους προγόνους μας:
με ίδρωτα στήσανε τις ντουμπαλίτσες του καιρού τους –
τούτη είναι πάντοτε η δουλειά των προγόνων.
Μα το μεγάλο τους έργο δεν ήταν η σφαγή
(κι ένας λύκος μπορεί να χαλάσει τα πρόβατα) –
το μεγάλο τους έργο ήταν που πτωματοστρώσανε καλά-καλά τον κόσμο –
ως ναι, π τ ω - μ α - τ ο - σ τ ρ ώ - σ α - ν ε, μην κάνεις πως δεν το καταλαβαίνεις,
πώς αλευρώνεις τα ψάρια πριν το τηγάνισμα, έτσι ακριβώς,
αλέυρωσαν το κοινό παρόν και το κοινό μέλλον πάνω στην ντουπαλίτσα,
πάνω-κάτω, μπρος-πίσω,
πήρανε τα κουφάρια και τα κάνανε πολιτεία,
πήρανε την αποφορά και την κάνανε ήθη κι έθιμα,
ά γ ρ α φ η μ ν ή μ η.
Σε τούτη την πολιτεία ζούμε εμείς
λατρεύοντας τον θάνατο των άλλων,
λογαριάζοντας τη σφαγή για πατρίδα.
Εδώ κανένας δεν μας διατάζει,
α υ τ ο δ ι α τ α ζ ό μ α σ τ ε, αν σου αρέσει η λέξη,
α υ τ ο θ ε σ μ ι ζ ό μ α σ τ ε βάνοντας τους κανόνες της σφαγής,
αν τούτο σου αρέσει πιο πολύ.
Κοντολογίς: οι άλλοι σφάζουνε επειδή τους το λένε –
εμείς σφάζουμε επειδή το αποφασίζουμε οι ίδιοι.
Αυτό δημοκρατία κέκληται – πώς αλλιώς;
Και για τις ώρες της ονειροπώλησής μας έχουμε φροντίσει –
για τότε που οι τύψεις εμφιλοχωρούν στον φωτεινό πνευματικό μας κόσμο:
Έχουμε τέχνη υψηλή και ποίηση
και φιλοσοφία βέβαια
που να μας εξηγεί πως η ντουμπαλίτσα με τα πτώματα
είναι εντός του μέλλοντός μας,
πως είναι ένα κομμάτι του ταξιδιού μας,
γιομάτο περιπέτειες, γιομάτο γνώσεις,
στην τελική, γ ι ο μ ά τ ο α γ ά π η.
Ποτέ μας δεν κρατήσαμε μυστικές τις μεθόδους της σφαγής,
εμείς χαιρόμαστε όταν μας αντιγράφουν –
(τέτοιος είναι ο πολιτισμός μας:
αυτοαναπαράγεται σαν το συκώτι μας).
Κι ενώ μας λένε μαλθακούς και διεφθαρμένους,
πάντοτε στη σφαγή οι δικές μας οι ντουμπαλίτσες
είναι ψηλότερες από των αλλονών
και βέβαια πιο ποιοτικές – αυτό κι αν είναι,
τι να μας πουν κι οι άλλοι από ποιότητα;
Γιατί ξέρουμε να ζούμε τη ζωή μας:
και φιλοκαλούμε και φιλοσοφούμε
κι απ' όλα τα καλά γευόμαστε…
Και κάνουμε την πτωματόστρωση κοινή υπόθεση –
κι όποιον δεν συμμετέχει ζωηρά σε αυτήν
όχι απράγμονα αλλά αχρείο τον λογαριάζουμε
(κατόπιν του διδάσκουμε Ιστορία μέχρι να του αρέσει –
στο τέλος σε όλους αρέσει, πίστεψε με).
Κι έτσι με ζέση διπλή επινοούμε νέους τρόπους σφαγής,
καθώς και νέα σφάγια,
γιατί το ξέρουμε πως δίχως τη σωστή την ντουμπαλίτσα
όλη η πολιτεία μας θα πάει στράφι,
θ' αφανιστεί από τη μνήμη των ανθρώπων –
και σφαγή δίχως μνήμη δεν είναι ανθρωπότητα, είναι ζούγκλα.
Πρώτοι το νιώσαμε, λοιπόν,
πως η σφαγή εξανθρωπίζει,
πως η σφαγή εντέλει ελευθερώνει –
και γίναμε οι πρώτοι που σφάζουμε από ελευθερία.
Κι έτσι την φτιάξαμε την πόλη τούτηνα,
χοάνη που ρουφά τις ψυχές μας και τις κάνει Μία,
χοάνη που ρουφά τις εφιάλτες μας και τους κάνει Πίστη
(μην το γελάς, άνθρωποι είμαστε, δεν είμαστε κομπιούτερς,
κι εμείς βλέπουμε εφιάλτες,
δεν ξεχνιένται εύκολα τα κορμιά που ξεκοιλιάσαμε,
τα κεφάλια των μωρών που λιώσαμε στον τοίχο –
μα ύστερα σκεφτόμαστε πως Ιστορία
δίχως ντουμπαλίτσα δεν γίνεται).
Κι όταν πεθαίνουμε την ώρα της σφαγής,
ξέρουμε πως είναι για καλό:
ένα ακόμη πτώμα προστίθεται στην ντουμπαλίτσα –
τι σημασία έχει αν είναι το δικό μας;
Σημασία έχει η ντουμπαλίτσα μας να σηκωθεί
λίγο ψηλότερα.
Γιατί πια δεν φελά να μην το λέμε:
πιο σημαντικό κι από αυτόν που σφάζει είναι
η ντουμπαλίτσα που σηκώνεται.
Και –τι τα θες;–
των επιφανών ανδρών κάθε ντουμπαλίτσα είναι τάφος,
κι ας χάνεται το κουφάρι τους ανάμεσα σε κουφάρια αλλοφύλλων,
μ έ σ' σ τ η ν ψ υ χ ή μ α ς θ α ζ ε ι η α π ο φ ο ρ ά τ ο υ ς
όλο και πιο βαριά.
Ους νυν υμείς ζηλώσαντες, λοιπόν,
και κρίναντες ότι εύδαιμον το ελεύθερον
και το μόνο ελεύθερον είναι η σφαγή,
διόλου να μην περιοράσθαι τον θάνατο–
τι 'ναι ο θάνατος, ένα τσικ είναι, σιγά τ' αβγά–
κι επιπλέον σαν έρχεται μετά ρώμης και κοινής ανδρείας
(και κοινής σφαγής – αυτό κυρίως)
προκειμένου να τρανέψει μια ντουμπαλίτσα,
ν α ι, ε ί ν α ι Α ι ώ ν ι α Ζ ω ή –
και κάτι ακόμη πιο πολύ
(φαντάσου ό,τι θες, θα σου βρούμε και το κατάλληλο Βιβλίο).
Αυτά για τα κουφάρια –
και μη χολοσκάτε πια για τούτους δω: το χρέος τους το κάναν.
Καθήκον του καθενός σας είναι να σκέφτεται
το πώς θα πτωματοστρωθεί καλύτερα η πολιτεία.
Κι όσες γυναίκες μπορείτε να γεννήσετε σάρκα για ντουμπαλίτσες
ντισμίστ στα κοτέτσια σας·
κι όλοι οι υπόλοιποι β ο υ ρ σ τ ο κ ό ψ ε - κ ό ψ ε,
να σηκωθεί η ντουμπαλίτσα λίγο ψηλότερα.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΤΡΙΑΡΙΔΗ "ΤΟ ΚΟΨΕ-ΚΟΨΕ"
www.triaridis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου